-
1 коренной
коренной 1) ριζικός θεμελιώδης (основной)' \кореннойые преобразования οι ριζικές μεταρρυθμίσεις \кореннойым образом ριζικά 2) (исконный): \коренной житель ο αυτόχθονος* * *1) ριζικός; θεμελιώδης ( основной)коренные преобразова́ния — οι ριζικές μεταρρυθμίσεις
коренным о́бразом — ριζικά
2) ( исконный)коренно́й жи́тель — ο αυτόχθονος
-
2 коренной
коренн||ой1. прил (существенный) ριζικός, θεμελιώδης:\кореннойые преобразования οἱ ριζικές μεταρρυθμίσεις· ·\кореннойым образом ριζικά·2. прил (исконный) Ιθαγενής, ντόπιος, γηγενής / αὐτόχθων (туземный) \коренной ое население ὁ ντόπιος πληθυσμός· \коренной житель ὁ ντόπιος κάτοικος, ὁ αὐτόχθων ◊ \коренной зуб ὁ τραπεζίτης· -
3 коренной
επ.1. ιθαγενής, αυτόχθονας, γηγενής, ντόπιος•-ое население ο ντόπιος πληθυσμός•
-ые жители οι ντόπιοι κάτοικοι, οι ιθαγενείς.
2. ριζικός• βασικός, θεμελιώδης, ουσιαστικός•коренной вопрос βασικό ζήτημα•
-ые преобразования ριζικές μεταρρυθμίσεις.
|| ο κύριος, ο βασικός, ο μεγάλος•-ая мачта ιστός (ακάτιος) ο μεγάλος ή ο μεσαίος.
3. ουσ. βλ. коренник.εκφρ.- ые зубы – οι τραπεζίτες•- ая лошадь – βλ. коренник•-ое месторождение горной породы; -ая порода – κοίτασμα αυτόχθονο•- ым образом – επίρ. ριζικά, εκ θεμελίων. -
4 фундаментальный
επ., βρ: -лен, -льна, -о.1. στέρεος, γερός•-ая постройка στέρεα οικοδομή.
|| μτφ. θεμελιώδης, ριζικός, βαθύς-фундаментальныйые знания θεμελιώδεις γνώσεις. || μεγάλος, σημαντικός•-ая доза μεγάλη δόση•
фундаментальный ужин μεγάλο δείπνο.
2. βασικός, κύρ ιος• κεντρ ικός.
См. также в других словарях:
ριζικός — ή, ό / ῥιζικός, ή, όν, ΝΜΑ [ῥίζα] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη ρίζα νεοελλ. 1. μτφ. θεμελιώδης, βασικός («ριζική διαφωνία») 2. μτφ. πλήρης («ριζική θεραπεία») 2. φρ. α. «ριζικά τριχίδια» βοτ. τριχίδια που εκφύονται από τη ρίζα με μετατροπή… … Dictionary of Greek
θεμελιακός — ή, ό (Α θεμελιακός, ή, όν) [θεμέλιο] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή αρμόζει στα θεμέλια ή αυτός που αποτελεί θεμέλιο νεοελλ. μτφ. βασικός, ριζικός, θεμελιώδης («οι θεμελιακές αρχές τού σοσιαλισμού»). επίρρ... θεμελιακός και ά θεμελιωδώς … Dictionary of Greek
πυθμένας — ο / πυθμήν, ένος, ΝΜΑ 1. το κατώτατο μέρος οποιουδήποτε κοίλου πράγματος (α. «πυθμένας ποτηριού» β. «δύο δ ὑπὸ πυθμένες ἦσαν», Ομ. Ιλ.) 2. βυθός θάλασσας, ποταμού ή λίμνης, πάτος («εἰς τὸν πυθμένα τοῡ πελάγους καταποντισθείς», Μηναί.) αρχ. 1. η… … Dictionary of Greek