Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

ριζικός θεμελιώδης

  • 1 коренной

    коренной 1) ριζικός θεμελιώδης (основной)' \кореннойые преобразования οι ριζικές μεταρρυθμίσεις \кореннойым образом ριζικά 2) (исконный): \коренной житель ο αυτόχθονος
    * * *
    1) ριζικός; θεμελιώδης ( основной)

    коренные преобразова́ния — οι ριζικές μεταρρυθμίσεις

    коренным о́бразом — ριζικά

    коренно́й жи́тель — ο αυτόχθονος

    Русско-греческий словарь > коренной

  • 2 коренной

    коренн||ой
    1. прил (существенный) ριζικός, θεμελιώδης:
    \кореннойые преобразования οἱ ριζικές μεταρρυθμίσεις· ·\кореннойым образом ριζικά·
    2. прил (исконный) Ιθαγενής, ντόπιος, γηγενής / αὐτόχθων (туземный) \коренной ое население ὁ ντόπιος πληθυσμός· \коренной житель ὁ ντόπιος κάτοικος, ὁ αὐτόχθων ◊ \коренной зуб ὁ τραπεζίτης·

    Русско-новогреческий словарь > коренной

  • 3 коренной

    επ.
    1. ιθαγενής, αυτόχθονας, γηγενής, ντόπιος•

    -ое население ο ντόπιος πληθυσμός•

    -ые жители οι ντόπιοι κάτοικοι, οι ιθαγενείς.

    2. ριζικός• βασικός, θεμελιώδης, ουσιαστικός•

    коренной вопрос βασικό ζήτημα•

    -ые преобразования ριζικές μεταρρυθμίσεις.

    || ο κύριος, ο βασικός, ο μεγάλος•

    -ая мачта ιστός (ακάτιος) ο μεγάλος ή ο μεσαίος.

    3. ουσ. βλ. коренник.
    εκφρ.
    - ые зубы – οι τραπεζίτες•
    - ая лошадьβλ. коренник•
    -ое месторождение горной породы; -ая порода – κοίτασμα αυτόχθονο•
    - ым образомεπίρ. ριζικά, εκ θεμελίων.

    Большой русско-греческий словарь > коренной

  • 4 фундаментальный

    επ., βρ: -лен, -льна, -о.
    1. στέρεος, γερός•

    -ая постройка στέρεα οικοδομή.

    || μτφ. θεμελιώδης, ριζικός, βαθύς-фундаментальныйые знания θεμελιώδεις γνώσεις. || μεγάλος, σημαντικός•

    -ая доза μεγάλη δόση•

    фундаментальный ужин μεγάλο δείπνο.

    2. βασικός, κύρ ιος• κεντρ ικός.

    Большой русско-греческий словарь > фундаментальный

См. также в других словарях:

  • ριζικός — ή, ό / ῥιζικός, ή, όν, ΝΜΑ [ῥίζα] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη ρίζα νεοελλ. 1. μτφ. θεμελιώδης, βασικός («ριζική διαφωνία») 2. μτφ. πλήρης («ριζική θεραπεία») 2. φρ. α. «ριζικά τριχίδια» βοτ. τριχίδια που εκφύονται από τη ρίζα με μετατροπή… …   Dictionary of Greek

  • θεμελιακός — ή, ό (Α θεμελιακός, ή, όν) [θεμέλιο] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή αρμόζει στα θεμέλια ή αυτός που αποτελεί θεμέλιο νεοελλ. μτφ. βασικός, ριζικός, θεμελιώδης («οι θεμελιακές αρχές τού σοσιαλισμού»). επίρρ... θεμελιακός και ά θεμελιωδώς …   Dictionary of Greek

  • πυθμένας — ο / πυθμήν, ένος, ΝΜΑ 1. το κατώτατο μέρος οποιουδήποτε κοίλου πράγματος (α. «πυθμένας ποτηριού» β. «δύο δ ὑπὸ πυθμένες ἦσαν», Ομ. Ιλ.) 2. βυθός θάλασσας, ποταμού ή λίμνης, πάτος («εἰς τὸν πυθμένα τοῡ πελάγους καταποντισθείς», Μηναί.) αρχ. 1. η… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»